Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrigatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rigaˈtura] 1 χάραξη 2 χάραξη γραμμής 3 αυλάκωση κάνης 4 γραμμές 5 ρίγωμα 6 χαράκωμα 7 ρίγες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |