Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrigàgnolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riˈgaɲɲolo] 1 αυλάκι 2 μυλαύλακο 3 ρυάκι 4 ποτιστικό αυλάκι 5 ποταμάκι 6 αμπολή 7 ρέμα 8 λεπτή ροή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |