Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifuggìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rifudˈʤire]

1 αποφεύγω ηθελημένα
2 φυγοπονώ
3 κάνω πίσω από φόβο
4 αποφεύγω
5 κάνω πίσω από αηδία
6 αποφεύγω με επιδεξιότητα
7 διαφεύγω ξανά
8 αποφεύγω εργασία ή καθήκον
9 δραπετεύω ξανά
10 κάνω πίσω
11 το ξανασκάω
12 δειλιάζω
13 υποχωρώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifruttificare rifugiarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rifrittume (ουσ αρσ )
rifrittura (θηλ.ουσ)
rifrugare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifruttare (ρ.αμτβ.)
rifruttificare (ρ.αμτβ.)
rifuggire (ρ.αμτβ.)
rifugiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rifugiato (ουσ αρσ )
rifugio (ουσ αρσ )
rifulgente (επίθ.)
rifulgere (ρ.αμτβ.)
rifumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifusibile (επίθ.)
rifusione (θηλ.ουσ)
rifuso (επίθ.)
riga (θηλ.ουσ)
rigaglie (θηλ. ουσ πληθ.)
rigagnolo (ουσ αρσ )
rigame (ουσ αρσ )
rigare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---