Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrifrittùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rifritˈtura] 1 διασκευή 2 μετατροπή 3 ξαναμαγείρεμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |