Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifórma  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riˈforma]

η μεταρρύθμιση, η αναμόρφωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifonditore riformabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rifoderare (ρ. μτβ.)
rifondare (ρ. μτβ.)
rifondere (ρ. μτβ.)
rifondibile (επίθ.)
rifonditore (αρσ. επίθ και ουσ)
riforma (θηλ.ουσ)
riformabile (επίθ.)
riformare (ρ. μτβ.)
riformarsi (ρ.μ. (αντων.))
riformativo (επίθ.)
riformato (ουσ αρσ )
riformato (επίθ.)
riformatore (ουσ αρσ )
riformatore (επίθ.)
riformatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
riformazione (θηλ.ουσ)
riformismo (ουσ αρσ )
riformista (ουσ αρσ και θηλ.)
riformista (επίθ.)
riformistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---