Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifondàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rifonˈdare]

1 ανασυσταίνω
2 ανιδρύω
3 ανασυνιστώ
4 επανιδρύω
5 ιδρύω εκ νέου
6 ανοικοδομώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifoderare rifondere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riflusso (ουσ αρσ )
rifocillamento (ουσ αρσ )
rifocillare (ρ. μτβ.)
rifocillarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifoderare (ρ. μτβ.)
rifondare (ρ. μτβ.)
rifondere (ρ. μτβ.)
rifondibile (επίθ.)
rifonditore (αρσ. επίθ και ουσ)
riforma (θηλ.ουσ)
riformabile (επίθ.)
riformare (ρ. μτβ.)
riformarsi (ρ.μ. (αντων.))
riformativo (επίθ.)
riformato (ουσ αρσ )
riformato (επίθ.)
riformatore (ουσ αρσ )
riformatore (επίθ.)
riformatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
riformazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---