Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riflùsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈflusso]

1 άμπωτη
2 οπισθοδρόμηση των κυμάτων αφού πέσουν στην ακτή
3 αναρρούσα
4 συρροή
5 ανάρρους
6 τμήμα ποταμού κοντά στις πηγές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifluire rifocillamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riflettere (ρ. μτβ.)
riflettersi (ρ. μ. αμτβ.)
riflettometro (ουσ αρσ )
riflettore (ουσ αρσ )
rifluire (ρ.αμτβ.)
riflusso (ουσ αρσ )
rifocillamento (ουσ αρσ )
rifocillare (ρ. μτβ.)
rifocillarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifoderare (ρ. μτβ.)
rifondare (ρ. μτβ.)
rifondere (ρ. μτβ.)
rifondibile (επίθ.)
rifonditore (αρσ. επίθ και ουσ)
riforma (θηλ.ουσ)
riformabile (επίθ.)
riformare (ρ. μτβ.)
riformarsi (ρ.μ. (αντων.))
riformativo (επίθ.)
riformato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---