Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifocillàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rifoʧilˈlare]

1 φρεσκάρω
2 νοτίζω
3 δροσολογώ
4 αναζωογονώ
5 δροσεύω
6 διαψύχω
7 αναψύχω
8 δροσίζω
9 ξεκουράζω

rifocillarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rifoʧilˈlarsi]

1 αναψύχομαι
2 δροσίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifocillamento rifoderare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riflettometro (ουσ αρσ )
riflettore (ουσ αρσ )
rifluire (ρ.αμτβ.)
riflusso (ουσ αρσ )
rifocillamento (ουσ αρσ )
rifocillare (ρ. μτβ.)
rifocillarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifoderare (ρ. μτβ.)
rifondare (ρ. μτβ.)
rifondere (ρ. μτβ.)
rifondibile (επίθ.)
rifonditore (αρσ. επίθ και ουσ)
riforma (θηλ.ουσ)
riformabile (επίθ.)
riformare (ρ. μτβ.)
riformarsi (ρ.μ. (αντων.))
riformativo (επίθ.)
riformato (ουσ αρσ )
riformato (επίθ.)
riformatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---