Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riflèsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈflɛsso]

η αντανάκλαση

riflèsso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riˈflɛsso]

1 κατάλληλος για αντανάκλαση
2 ανακλαστικός
3 αντανακλαστικός
4 ανακλώμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riflessivo riflessologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rifiutarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifiuto (ουσ αρσ )
riflessione (θηλ.ουσ)
riflessività (θηλ.ουσ)
riflessivo (αρσ. επίθ και ουσ)
riflesso (ουσ αρσ )
riflesso (επίθ.)
riflessologia (θηλ.ουσ)
riflessoterapia (θηλ.ουσ)
riflettente (αρσ. επίθ και ουσ)
riflettenza (θηλ.ουσ)
riflettere (ρ.αμτβ.)
riflettere (ρ. μτβ.)
riflettersi (ρ. μ. αμτβ.)
riflettometro (ουσ αρσ )
riflettore (ουσ αρσ )
rifluire (ρ.αμτβ.)
riflusso (ουσ αρσ )
rifocillamento (ουσ αρσ )
rifocillare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---