Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifiùto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈfjuto]

1 (diniego) η άρνηση
2 (spazzatura) το απόρριμμα, τα σκουπίδια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifiutarsi riflessione  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


smaltimento [αρσ.] rifiuti = η αποτέφρωση σκουπιδιών


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rifischiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifischione (ουσ αρσ )
rifiutabile (επίθ.)
rifiutare (ρ. μτβ.)
rifiutarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifiuto (ουσ αρσ )
riflessione (θηλ.ουσ)
riflessività (θηλ.ουσ)
riflessivo (αρσ. επίθ και ουσ)
riflesso (ουσ αρσ )
riflesso (επίθ.)
riflessologia (θηλ.ουσ)
riflessoterapia (θηλ.ουσ)
riflettente (αρσ. επίθ και ουσ)
riflettenza (θηλ.ουσ)
riflettere (ρ.αμτβ.)
riflettere (ρ. μτβ.)
riflettersi (ρ. μ. αμτβ.)
riflettometro (ουσ αρσ )
riflettore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---