Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrifiùto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riˈfjuto] 1 (diniego) η άρνηση 2 (spazzatura) το απόρριμμα, τα σκουπίδια permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαsmaltimento [αρσ.] rifiuti = η αποτέφρωση σκουπιδιών Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |