Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifiutàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rifjuˈtare]

1 απορρίπτω
2 (negare) αρνιέμαι

rifiutarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rifjuˈtarsi]

1 αποποιούμαι
2 αρνούμαι
3 απαρνούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifiutabile rifiuto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rifiorita (θηλ.ουσ)
rifioritura (θηλ.ουσ)
rifischiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifischione (ουσ αρσ )
rifiutabile (επίθ.)
rifiutare (ρ. μτβ.)
rifiutarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifiuto (ουσ αρσ )
riflessione (θηλ.ουσ)
riflessività (θηλ.ουσ)
riflessivo (αρσ. επίθ και ουσ)
riflesso (ουσ αρσ )
riflesso (επίθ.)
riflessologia (θηλ.ουσ)
riflessoterapia (θηλ.ουσ)
riflettente (αρσ. επίθ και ουσ)
riflettenza (θηλ.ουσ)
riflettere (ρ.αμτβ.)
riflettere (ρ. μτβ.)
riflettersi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---