Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifioriménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rifjoriˈmento]

1 αναγέννηση
2 ανανέωση
3 αναζωογόνηση
4 ανάκτηση δυνάμεων
5 εκ νέου άνθιση
6 ξανάνθισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifinitura rifiorire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rifinire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifinitezza (θηλ.ουσ)
rifinito (επίθ.)
rifinitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rifinitura (θηλ.ουσ)
rifiorimento (ουσ αρσ )
rifiorire (ρ.αμτβ.)
rifiorire (ρ. μτβ.)
rifiorita (θηλ.ουσ)
rifioritura (θηλ.ουσ)
rifischiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifischione (ουσ αρσ )
rifiutabile (επίθ.)
rifiutare (ρ. μτβ.)
rifiutarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifiuto (ουσ αρσ )
riflessione (θηλ.ουσ)
riflessività (θηλ.ουσ)
riflessivo (αρσ. επίθ και ουσ)
riflesso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---