Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifinìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rifiˈnito]

1 τελειωμένος
2 κατακουρασμένος
3 ξεθεωμένος
4 ολοκληρωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifinitezza rifinitore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rifilatura (θηλ.ουσ)
rifiltrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifinanziare (ρ. μτβ.)
rifinire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifinitezza (θηλ.ουσ)
rifinito (επίθ.)
rifinitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rifinitura (θηλ.ουσ)
rifiorimento (ουσ αρσ )
rifiorire (ρ.αμτβ.)
rifiorire (ρ. μτβ.)
rifiorita (θηλ.ουσ)
rifioritura (θηλ.ουσ)
rifischiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifischione (ουσ αρσ )
rifiutabile (επίθ.)
rifiutare (ρ. μτβ.)
rifiutarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifiuto (ουσ αρσ )
riflessione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---