Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifilatrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rifilaˈtriʧe]

1 ποτενσιόμετρο ρύθμισης
2 εργαλείο ισοστάθμισης
3 πυκνωτής συντονισμού
4 διάταξη ισοστάθμισης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifilare rifilatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riffa (θηλ.ουσ)
rifiatare (ρ.αμτβ.)
rificcare (ρ. μτβ.)
rificcarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifilare (ρ. μτβ.)
rifilatrice (θηλ.ουσ)
rifilatura (θηλ.ουσ)
rifiltrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifinanziare (ρ. μτβ.)
rifinire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifinitezza (θηλ.ουσ)
rifinito (επίθ.)
rifinitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rifinitura (θηλ.ουσ)
rifiorimento (ουσ αρσ )
rifiorire (ρ.αμτβ.)
rifiorire (ρ. μτβ.)
rifiorita (θηλ.ουσ)
rifioritura (θηλ.ουσ)
rifischiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---