Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifilàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rifiˈlare]

1 κατευθύνω
2 ξακρίζω
3 δίνω
4 διευθύνω
5 πασάρω έξω
6 αφαιρώ τα περιττά
7 κάνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rificcarsi rifilatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rifermentazione (θηλ.ουσ)
riffa (θηλ.ουσ)
rifiatare (ρ.αμτβ.)
rificcare (ρ. μτβ.)
rificcarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifilare (ρ. μτβ.)
rifilatrice (θηλ.ουσ)
rifilatura (θηλ.ουσ)
rifiltrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifinanziare (ρ. μτβ.)
rifinire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifinitezza (θηλ.ουσ)
rifinito (επίθ.)
rifinitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rifinitura (θηλ.ουσ)
rifiorimento (ουσ αρσ )
rifiorire (ρ.αμτβ.)
rifiorire (ρ. μτβ.)
rifiorita (θηλ.ουσ)
rifioritura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---