Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riferìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rifeˈrire]

(raccontare) αναφέρω

riferìrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rifeˈrirsi]

(fare riferimento) αναφιέρομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riferimento rifermare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rifasatore (ουσ αρσ )
rifasciare (ρ. μτβ.)
rifatto (αρσ. επίθ και ουσ)
riferibile (επίθ.)
riferimento (ουσ αρσ )
riferire (ρ. μτβ.)
riferirsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
rifermare (ρ. μτβ.)
rifermarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifermentare (ρ.αμτβ.)
rifermentazione (θηλ.ουσ)
riffa (θηλ.ουσ)
rifiatare (ρ.αμτβ.)
rificcare (ρ. μτβ.)
rificcarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifilare (ρ. μτβ.)
rifilatrice (θηλ.ουσ)
rifilatura (θηλ.ουσ)
rifiltrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifinanziare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---