Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrifàtto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [riˈfatto] 1 φτιαγμένος πρόχειρα 2 βρασμένος ξανά 3 ξαναζεσταμένος 4 φτιαγμένος ξανά 5 ξαναφτιαγμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |