Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifàtto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈfatto]

1 φτιαγμένος πρόχειρα
2 βρασμένος ξανά
3 ξαναζεσταμένος
4 φτιαγμένος ξανά
5 ξαναφτιαγμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifasciare riferibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rifarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifasamento (ουσ αρσ )
rifasare (ρ. μτβ.)
rifasatore (ουσ αρσ )
rifasciare (ρ. μτβ.)
rifatto (αρσ. επίθ και ουσ)
riferibile (επίθ.)
riferimento (ουσ αρσ )
riferire (ρ. μτβ.)
riferirsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
rifermare (ρ. μτβ.)
rifermarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifermentare (ρ.αμτβ.)
rifermentazione (θηλ.ουσ)
riffa (θηλ.ουσ)
rifiatare (ρ.αμτβ.)
rificcare (ρ. μτβ.)
rificcarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifilare (ρ. μτβ.)
rifilatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---