Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈfare]

ξανακάνω

rifarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riˈfarsi]

1 εκδικούμαι
2 αντισταθμίζω
3 ανακτώ δυνάμεις
4 μιμούμαι
5 φτιάχνω (για τον καιρό)
6 γυρίζω πίσω
7 επανορθώνω
8 συνέρχομαι
9 ξαναβρίσκω
10 ανακτώ
11 επανακτώ
12 ξαναπαίρνω
13 ξανακερδίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifacitore rifasamento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


rifare il letto = στρώνω το κρεβάτι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rievocazione (θηλ.ουσ)
rifabbricabile (επίθ.)
rifabbricare (ρ. μτβ.)
rifacimento (ουσ αρσ )
rifacitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rifare (ρ. μτβ.)
rifarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifasamento (ουσ αρσ )
rifasare (ρ. μτβ.)
rifasatore (ουσ αρσ )
rifasciare (ρ. μτβ.)
rifatto (αρσ. επίθ και ουσ)
riferibile (επίθ.)
riferimento (ουσ αρσ )
riferire (ρ. μτβ.)
riferirsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
rifermare (ρ. μτβ.)
rifermarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifermentare (ρ.αμτβ.)
rifermentazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---