Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riesecuzióne
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,riesekutˈtsjone]

1 επανάληψη
2 εκ νέου εκτέλεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riesaminare riesporre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riepilogativo (επίθ.)
riepilogo (ουσ αρσ )
riequilibrare (ρ. μτβ.)
riesame (ουσ αρσ )
riesaminare (ρ. μτβ.)
riesecuzione (θηλ.ουσ)
riesporre (ρ. μτβ.)
riesporsi (ρ.μ. (αντων.))
riesportare (ρ. μτβ.)
riesportatore (ουσ αρσ )
riesportazione (θηλ.ουσ)
riessere (ρ.αμτβ.)
riesumare (ρ. μτβ.)
riesumazione (θηλ.ουσ)
rievocare (ρ. μτβ.)
rievocazione (θηλ.ουσ)
rifabbricabile (επίθ.)
rifabbricare (ρ. μτβ.)
rifacimento (ουσ αρσ )
rifacitore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---