Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rientràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rienˈtrato]

1 βαθουλωτός
2 ανικανοποίητος
3 κούφιος
4 βαθουλωμένος
5 ανεκπλήρωτος
6 ανευόδωτος
7 σκαφιδωτός
8 κοίλος
9 κουφωτός
10 ανεκτέλεστος
11 απραγματοποίητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rientrata rientro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rientrante (ουσ αρσ )
rientrante (επίθ.)
rientranza (θηλ.ουσ)
rientrare (ρ.αμτβ.)
rientrata (θηλ.ουσ)
rientrato (επίθ.)
rientro (ουσ αρσ )
riepilogare (ρ. μτβ.)
riepilogativo (επίθ.)
riepilogo (ουσ αρσ )
riequilibrare (ρ. μτβ.)
riesame (ουσ αρσ )
riesaminare (ρ. μτβ.)
riesecuzione (θηλ.ουσ)
riesporre (ρ. μτβ.)
riesporsi (ρ.μ. (αντων.))
riesportare (ρ. μτβ.)
riesportatore (ουσ αρσ )
riesportazione (θηλ.ουσ)
riessere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---