ItalianoGreco


riedificazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riedifikatˈtsjone]

1 ανίδρυση
2 επανίδρυση
3 ανασυγκρότηση
4 ξαναχτίσιμο
5 ανακατασκευή
6 αναδόμηση
7 ανοικοδόμηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---