Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriedificàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [riedifiˈkare] 1 ανιδρύω 2 αναδομώ 3 ανασυγκροτώ 4 επανιδρύω 5 ανοικοδομώ ξανά 6 ανασχηματίζω 7 ξαναφτιάχνω 8 ξαναχτίζω 9 ανοικοδομώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |