Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriedificatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [riedifikaˈtore] 1 ανορθωτής 2 αναμορφωτής 3 μεταρρυθμιστής 4 ανακαινιστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |