Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riecheggiàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riekedˈʤare]

1 γεμίζω με ήχο
2 αντιλαλώ
3 αχολογώ
4 αντιβοώ
5 αντηχώ ξανά
6 ηχώ ξανά
7 αντιβουίζω
8 απηχώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riecheggiamento riedificabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riduttivo (επίθ.)
riduttore (ουσ αρσ )
riduzione (θηλ.ουσ)
riecco (επίρ.)
riecheggiamento (ουσ αρσ )
riecheggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riedificabile (επίθ.)
riedificare (ρ. μτβ.)
riedificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riedificazione (θηλ.ουσ)
riedito (επίθ.)
riedizione (θηλ.ουσ)
rieducabile (επίθ.)
rieducare (ρ. μτβ.)
rieducazione (θηλ.ουσ)
rielaborare (ρ. μτβ.)
rielaborazione (θηλ.ουσ)
rieleggere (ρ. μτβ.)
rieleggibile (επίθ.)
rieleggibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---