ItalianoGreco


riduttóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ridutˈtore]

1 αναγωγικό μέσο
2 διασκευαστής
3 διάταξη προσαρμογής
4 διάταξη μείωσης στροφών έλικας
5 μειωτήρας
6 προσαρμογέας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---