Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riduttóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ridutˈtore]

1 αναγωγικό μέσο
2 διασκευαστής
3 διάταξη προσαρμογής
4 διάταξη μείωσης στροφών έλικας
5 μειωτήρας
6 προσαρμογέας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riduttivo riduzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riducente (επίθ.)
riducibilità (θηλ.ουσ)
ridurre (ρ. μτβ.)
ridursi (ρ.μ. (αντων.))
riduttivo (επίθ.)
riduttore (ουσ αρσ )
riduzione (θηλ.ουσ)
riecco (επίρ.)
riecheggiamento (ουσ αρσ )
riecheggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riedificabile (επίθ.)
riedificare (ρ. μτβ.)
riedificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riedificazione (θηλ.ουσ)
riedito (επίθ.)
riedizione (θηλ.ουσ)
rieducabile (επίθ.)
rieducare (ρ. μτβ.)
rieducazione (θηλ.ουσ)
rielaborare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---