Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ridùrre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈdurre]

συστέλλω, ελαττώνω, περιορίζω

ridursi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riˈdursi]

το καταντώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riducibilità riduttivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ridotto (ουσ αρσ )
ridotto (επίθ.)
riducente (ουσ αρσ )
riducente (επίθ.)
riducibilità (θηλ.ουσ)
ridurre (ρ. μτβ.)
ridursi (ρ.μ. (αντων.))
riduttivo (επίθ.)
riduttore (ουσ αρσ )
riduzione (θηλ.ουσ)
riecco (επίρ.)
riecheggiamento (ουσ αρσ )
riecheggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riedificabile (επίθ.)
riedificare (ρ. μτβ.)
riedificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riedificazione (θηλ.ουσ)
riedito (επίθ.)
riedizione (θηλ.ουσ)
rieducabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---