ItalianoGreco


riducènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riduˈʧɛnte]

αναγωγικό μέσο (χημεία)

riducènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riduˈʧɛnte]

1 αναγωγικός
2 που συμβάλλει στο αδυνάτισμα
3 που συντελεί στη μείωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---