ItalianoGreco


ridondànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ridonˈdantsa]

1 περιττή επανάληψη
2 αφθονία
3 πλεονασμός
4 περίσσεια
5 πληθώρα
6 πλησμονή
7 υπερεπάρκεια
8 υπεραφθονία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---