Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόridiscéndere, ridiscèndere
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ridiʃˈʃendere], [ridiʃˈʃɛndere] 1 κατεβαίνω ξανά 2 ενσκήπτω ξανά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |