Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ridìcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈdikolo]

το ρεζιλίκι, το ρεντίκολο

ridìcolo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riˈdikolo]

γελοίος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ridicolizzare ridimensionamento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


rendersi ridicolo = γίνομαι ρεζίλι || si è coperto di ridicolo = έγινε ρεντίκολο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ridevole (επίθ.)
ridicibile (επίθ.)
ridicolaggine (θηλ.ουσ)
ridicolezza (θηλ.ουσ)
ridicolizzare (ρ. μτβ.)
ridicolo (ουσ αρσ )
ridicolo (επίθ.)
ridimensionamento (ουσ αρσ )
ridimensionare (ρ. μτβ.)
ridimensionarsi (ρ.μ. (αντων.))
ridipingere (ρ. μτβ.)
ridire (ρ. μτβ.)
ridiscendere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ridiscorrere (ρ.αμτβ.)
ridisporre (ρ. μτβ.)
ridistendere (ρ. μτβ.)
ridistendersi (ρ.μ. (αντων.))
ridistribuire (ρ. μτβ.)
ridistribuzione (θηλ.ουσ)
ridiventare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---