Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόridìcolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riˈdikolo] το ρεζιλίκι, το ρεντίκολο ridìcolo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [riˈdikolo] γελοίος (-α, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαrendersi ridicolo = γίνομαι ρεζίλι || si è coperto di ridicolo = έγινε ρεντίκολο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |