Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricùrvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riˈkurvo]

1 καμπυλωτός
2 καμπυλοειδής
3 κυρτός
4 καμπυλόγραμμος
5 καμπουριασμένος
6 γρυπός
7 καμπύλος
8 δοξαρωτός
9 γαμψός
10 αγκύλος
11 στρεβλός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricupero ricusa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricuperabilità (θηλ.ουσ)
ricuperamento (ουσ αρσ )
ricuperare (ρ. μτβ.)
ricuperatore (ουσ αρσ )
ricupero (ουσ αρσ )
ricurvo (επίθ.)
ricusa (θηλ.ουσ)
ricusabile (επίθ.)
ricusare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricusazione (θηλ.ουσ)
ridacchiare (ρ.αμτβ.)
ridanciano (επίθ.)
ridare (ρ. μτβ.)
ridarella (θηλ.ουσ)
ridda (θηλ.ουσ)
ridente (επίθ.)
ridere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ridersi (ρ.μ. (αντων.))
riderello (επίθ.)
ridestare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---