Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricùpero  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈkupero]

1 ανασύζευξη
2 επανάκτηση
3 απόκτηση πράγματος που χάθηκε
4 ναυαγιαιρεσία
5 ναυαγιαίρεση
6 ανάδραση
7 συλλογή διαστημοπλοίου από τη θάλασσα
8 ανάκτηση
9 διάσωση πλοίου ή φορτίου
10 ανάπλαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricuperatore ricurvo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


scuola [θηλ.] di ricupero = το φροντιστήριο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricuperabile (επίθ.)
ricuperabilità (θηλ.ουσ)
ricuperamento (ουσ αρσ )
ricuperare (ρ. μτβ.)
ricuperatore (ουσ αρσ )
ricupero (ουσ αρσ )
ricurvo (επίθ.)
ricusa (θηλ.ουσ)
ricusabile (επίθ.)
ricusare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricusazione (θηλ.ουσ)
ridacchiare (ρ.αμτβ.)
ridanciano (επίθ.)
ridare (ρ. μτβ.)
ridarella (θηλ.ουσ)
ridda (θηλ.ουσ)
ridente (επίθ.)
ridere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ridersi (ρ.μ. (αντων.))
riderello (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---