Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόricucitùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rikuʧiˈtura] 1 φτιάξιμο 2 συμπίλημα 3 συνένωση 4 ραφή 5 συρραφή 6 ράψιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |