Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricréscere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riˈkreʃʃere]

1 ξαναμεγαλώνω
2 αυξάνομαι εκ νέου
3 αυξάνω
4 αυξάνομαι
5 επαυξάνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricredersi ricrescita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricreativo (επίθ.)
ricreatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
ricreazione (θηλ.ουσ)
ricredere (ρ.αμτβ.)
ricredersi (ρ. μ. αμτβ.)
ricrescere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricrescita (θηλ.ουσ)
ricristallizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricristallizzazione (θηλ.ουσ)
rictus (ουσ αρσ )
ricucimento (ουσ αρσ )
ricucire (ρ. μτβ.)
ricucitura (θηλ.ουσ)
ricuocere (ρ. μτβ.)
ricuperabile (επίθ.)
ricuperabilità (θηλ.ουσ)
ricuperamento (ουσ αρσ )
ricuperare (ρ. μτβ.)
ricuperatore (ουσ αρσ )
ricupero (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---