Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόricréscere
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [riˈkreʃʃere] 1 ξαναμεγαλώνω 2 αυξάνομαι εκ νέου 3 αυξάνω 4 αυξάνομαι 5 επαυξάνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |