Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricreàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rikreˈare]

1 ξαναζωντανεύω
2 αναδημιουργώ
3 αναπλάθω
4 ψυχαγωγώ

ricrearsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rikreˈarsi]

1 ψυχαγωγούμαι
2 αναζωογονούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricovero ricreativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricoverare (ρ. μτβ.)
ricoverarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricoverato (ουσ αρσ )
ricoverato (επίθ.)
ricovero (ουσ αρσ )
ricreare (ρ. μτβ.)
ricrearsi (ρ.μ. (αντων.))
ricreativo (επίθ.)
ricreatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
ricreazione (θηλ.ουσ)
ricredere (ρ.αμτβ.)
ricredersi (ρ. μ. αμτβ.)
ricrescere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricrescita (θηλ.ουσ)
ricristallizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricristallizzazione (θηλ.ουσ)
rictus (ουσ αρσ )
ricucimento (ουσ αρσ )
ricucire (ρ. μτβ.)
ricucitura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---