Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόricoveràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [rikoveˈrare] (ospedale) νοσηλεύω ricoverarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [rikoveˈrarsi] 1 βρίσκω άσυλο 2 βρίσκω κατάλυμα 3 καταυλίζομαι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαricoverarsi in ospedale = εισάγομαι στο νοσοκομείο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |