Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόricoveràto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rikoveˈrato] 1 ασθενής εσωτερικός (σε νοσοκομείο) 2 τρόφιμος ricoveràto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [rikoveˈrato] 1 ευρισκόμενος σε άσυλο ή καταφύγιο 2 νοσηλευόμενος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |