Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricostruttìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rikostrutˈtivo]

1 αναμορφωτικός
2 ο της ανασυγκρότησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricostruire ricostruttore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricostituire (ρ. μτβ.)
ricostituirsi (ρ.μ. (αντων.))
ricostituito (επίθ.)
ricostituzione (θηλ.ουσ)
ricostruire (ρ. μτβ.)
ricostruttivo (επίθ.)
ricostruttore (αρσ. επίθ και ουσ)
ricostruzione (θηλ.ουσ)
ricotta (θηλ.ουσ)
ricottaio (ουσ αρσ )
ricotto (αρσ. επίθ και ουσ)
ricottura (θηλ.ουσ)
ricoverare (ρ. μτβ.)
ricoverarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricoverato (ουσ αρσ )
ricoverato (επίθ.)
ricovero (ουσ αρσ )
ricreare (ρ. μτβ.)
ricrearsi (ρ.μ. (αντων.))
ricreativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---