Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόricorrèggere
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [rikorˈrɛdʤere] 1 διορθώνω ξανά 2 αναθεωρώ ricorreggersi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [rikorˈrɛdʤersi] διορθώνω τους τρόπους μου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |