Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricorrèggere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rikorˈrɛdʤere]

1 διορθώνω ξανά
2 αναθεωρώ

ricorreggersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rikorˈrɛdʤersi]

διορθώνω τους τρόπους μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricoricarsi ricorrente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricordevole (επίθ.)
ricordino (ουσ αρσ )
ricordo (ουσ αρσ )
ricoricare (ρ. μτβ.)
ricoricarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricorreggere (ρ. μτβ.)
ricorreggersi (ρ.μ. (αντων.))
ricorrente (ουσ αρσ και θηλ.)
ricorrente (επίθ.)
ricorrenza (θηλ.ουσ)
ricorrere (ρ.αμτβ.)
ricorrere (ρ. μτβ.)
ricorso (ουσ αρσ )
ricostituente (ουσ αρσ )
ricostituente (επίθ.)
ricostituire (ρ. μτβ.)
ricostituirsi (ρ.μ. (αντων.))
ricostituito (επίθ.)
ricostituzione (θηλ.ουσ)
ricostruire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---