Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riconóscere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rikoˈnoʃʃere]

αναγνωρίζω

riconoscersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rikoˈnoʃʃersi]

1 αναγνωρίζομαι με άλλον
2 ομολογώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riconoscenza riconoscibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricongiunzione (θηλ.ουσ)
riconnettere (ρ. μτβ.)
riconnettersi (ρ.μ. (αντων.))
riconoscente (επίθ.)
riconoscenza (θηλ.ουσ)
riconoscere (ρ. μτβ.)
riconoscersi (ρ.μ. (αντων.))
riconoscibile (επίθ.)
riconoscimento (ουσ αρσ )
riconosciuto (επίθ.)
riconquista (θηλ.ουσ)
riconquistare (ρ. μτβ.)
riconsacrare (ρ. μτβ.)
riconsacrazione (θηλ.ουσ)
riconsegna (θηλ.ουσ)
riconsegnare (ρ. μτβ.)
riconsiderare (ρ. μτβ.)
riconsigliare (ρ. μτβ.)
riconsolare (ρ. μτβ.)
riconsolarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---