Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriconnèttere, riconnéttere
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [rikonˈnɛttere], [rikonˈnettere] 1 ανασυνδέω 2 επανασυνδέω 3 συνδέω εκ νέου riconnettersi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [rikonˈnɛttersi], [rikonˈnettersi] επανασυνδέομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |