Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riconfermàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rikonferˈmabile]

επαναβεβαιώσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riconferma riconfermare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricondensarsi (ρ.μ. (αντων.))
riconducibile (επίθ.)
ricondurre (ρ. μτβ.)
riconduzione (θηλ.ουσ)
riconferma (θηλ.ουσ)
riconfermabile (επίθ.)
riconfermare (ρ. μτβ.)
riconficcare (ρ. μτβ.)
riconfiscare (ρ. μτβ.)
riconfortare (ρ. μτβ.)
riconfortarsi (ρ.μ. (αντων.))
riconfrontare (ρ. μτβ.)
ricongedare (ρ. μτβ.)
ricongelare (ρ. μτβ.)
ricongelazione (θηλ.ουσ)
ricongiungere (ρ. μτβ.)
ricongiungersi (ρ.μ. (αντων.))
ricongiungimento (ουσ αρσ )
ricongiunzione (θηλ.ουσ)
riconnettere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---