Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricondùrre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rikonˈdurre]

1 φέρνω ξανά
2 οδηγώ πίσω
3 φέρνω πίσω
4 ξαναφέρνω
5 καθοδηγώ ξανά
6 παίρνω πίσω
7 ξαναπαίρνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riconducibile riconduzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riconcimare (ρ. μτβ.)
ricondannare (ρ. μτβ.)
ricondensare (ρ. μτβ.)
ricondensarsi (ρ.μ. (αντων.))
riconducibile (επίθ.)
ricondurre (ρ. μτβ.)
riconduzione (θηλ.ουσ)
riconferma (θηλ.ουσ)
riconfermabile (επίθ.)
riconfermare (ρ. μτβ.)
riconficcare (ρ. μτβ.)
riconfiscare (ρ. μτβ.)
riconfortare (ρ. μτβ.)
riconfortarsi (ρ.μ. (αντων.))
riconfrontare (ρ. μτβ.)
ricongedare (ρ. μτβ.)
ricongelare (ρ. μτβ.)
ricongelazione (θηλ.ουσ)
ricongiungere (ρ. μτβ.)
ricongiungersi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---