Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόricompilazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rikompilatˈtsjone] 1 ανασύνταξη 2 εκ νέου μεταγλώττιση 3 εκ νέου σύνθεση από υλικά άλλων πηγών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |