Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricomparìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rikompaˈrire]

1 ξαναφαίνομαι
2 επανεμφανίζομαι
3 εμφανίζομαι ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricompaginare ricomparsa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricombinazione (θηλ.ουσ)
ricominciare (ρ.αμτβ.)
ricommettere (ρ. μτβ.)
ricommettitura (θηλ.ουσ)
ricompaginare (ρ. μτβ.)
ricomparire (ρ.αμτβ.)
ricomparsa (θηλ.ουσ)
ricompensa (θηλ.ουσ)
ricompensabile (επίθ.)
ricompensare (ρ. μτβ.)
ricompiere (ρ. μτβ.)
ricompilare (ρ. μτβ.)
ricompilazione (θηλ.ουσ)
ricomporre (ρ. μτβ.)
ricomporsi (ρ.μ. (αντων.))
ricomposizione (θηλ.ουσ)
ricomprabile (επίθ.)
ricomprare (ρ. μτβ.)
ricompratore (αρσ. επίθ και ουσ)
ricomputare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---