Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricoloràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rikoloˈrare]

χρωματίζω ξανά

ricolorarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rikoloˈrarsi]

χρωματίζω ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricolmo ricolorire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricollocabile (επίθ.)
ricollocamento (ουσ αρσ )
ricollocare (ρ. μτβ.)
ricolmare (ρ. μτβ.)
ricolmo (επίθ.)
ricolorare (ρ. μτβ.)
ricolorarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricolorire (ρ. μτβ.)
ricolorirsi (ρ.μ. (αντων.))
ricoltivare (ρ. μτβ.)
ricombattere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricombinante (αρσ. επίθ και ουσ)
ricombinare (ρ. μτβ.)
ricombinazione (θηλ.ουσ)
ricominciare (ρ.αμτβ.)
ricommettere (ρ. μτβ.)
ricommettitura (θηλ.ουσ)
ricompaginare (ρ. μτβ.)
ricomparire (ρ.αμτβ.)
ricomparsa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---