Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricólmo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riˈkolmo]

1 γεμάτος ως τα χείλη
2 φίσκα
3 κούμουλος
4 υπερχειλισμένος
5 ξέχειλος
6 αγανακτισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricolmare ricolorare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricollegarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricollocabile (επίθ.)
ricollocamento (ουσ αρσ )
ricollocare (ρ. μτβ.)
ricolmare (ρ. μτβ.)
ricolmo (επίθ.)
ricolorare (ρ. μτβ.)
ricolorarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricolorire (ρ. μτβ.)
ricolorirsi (ρ.μ. (αντων.))
ricoltivare (ρ. μτβ.)
ricombattere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricombinante (αρσ. επίθ και ουσ)
ricombinare (ρ. μτβ.)
ricombinazione (θηλ.ουσ)
ricominciare (ρ.αμτβ.)
ricommettere (ρ. μτβ.)
ricommettitura (θηλ.ουσ)
ricompaginare (ρ. μτβ.)
ricomparire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---