Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricognizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rikoɲɲitˈtsjone]

1 αναγνωριστική αποστολή
2 κατόπτευση
3 αναγνώριση
4 βεβαίωση λήψης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricognitore ricollegare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rickettsia (θηλ.ουσ)
rickettsiosi (θηλ.ουσ)
ricogliere (ρ. μτβ.)
ricognitivo (επίθ.)
ricognitore (ουσ αρσ )
ricognizione (θηλ.ουσ)
ricollegare (ρ. μτβ.)
ricollegarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricollocabile (επίθ.)
ricollocamento (ουσ αρσ )
ricollocare (ρ. μτβ.)
ricolmare (ρ. μτβ.)
ricolmo (επίθ.)
ricolorare (ρ. μτβ.)
ricolorarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricolorire (ρ. μτβ.)
ricolorirsi (ρ.μ. (αντων.))
ricoltivare (ρ. μτβ.)
ricombattere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricombinante (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---