Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricognitóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rikoɲɲiˈtore]

1 εκτελών αναγνώριση
2 μάρτυρας που αναγνωρίζει
3 αναγνωριστικό σκάφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricognitivo ricognizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricinoleico (επίθ.)
rickettsia (θηλ.ουσ)
rickettsiosi (θηλ.ουσ)
ricogliere (ρ. μτβ.)
ricognitivo (επίθ.)
ricognitore (ουσ αρσ )
ricognizione (θηλ.ουσ)
ricollegare (ρ. μτβ.)
ricollegarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricollocabile (επίθ.)
ricollocamento (ουσ αρσ )
ricollocare (ρ. μτβ.)
ricolmare (ρ. μτβ.)
ricolmo (επίθ.)
ricolorare (ρ. μτβ.)
ricolorarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricolorire (ρ. μτβ.)
ricolorirsi (ρ.μ. (αντων.))
ricoltivare (ρ. μτβ.)
ricombattere (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---