ItalianoGreco


richièsto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈkjɛsto]

1 απαραίτητος
2 επιζήτητος
3 αναγκαίος
4 επιβεβλημένος
5 περιζήτητος
6 που έχει μεγάλη ζήτηση
7 απαιτούμενος
8 περιμάχητος
9 πολυζήτητος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---