Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


richièsto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈkjɛsto]

1 απαραίτητος
2 επιζήτητος
3 αναγκαίος
4 επιβεβλημένος
5 περιζήτητος
6 που έχει μεγάλη ζήτηση
7 απαιτούμενος
8 περιμάχητος
9 πολυζήτητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  richiesta richinare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

richiamo (ουσ αρσ )
richiedente (ουσ αρσ και θηλ.)
richiedente (επίθ.)
richiedere (ρ. μτβ.)
richiesta (θηλ.ουσ)
richiesto (αρσ. επίθ και ουσ)
richinare (ρ. μτβ.)
richinarsi (ρ.μ. (αντων.))
richino (επίθ.)
richiudere (ρ. μτβ.)
riciclabile (επίθ.)
riciclaggio (ουσ αρσ )
riciclare (ρ. μτβ.)
riciclo (ουσ αρσ )
ricingere (ρ. μτβ.)
ricino (ουσ αρσ )
ricinoleico (επίθ.)
rickettsia (θηλ.ουσ)
rickettsiosi (θηλ.ουσ)
ricogliere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---